πηλίκος

πηλίκος
πηλίκ-ος [ῐ], η, ον, interrog. correl. to τηλίκος, ἡλίκος,
A how great or large? πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή; Pl.Men.82d, cf. 83e; πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Eub.82 ; after τηλικοῦτος, D.19.284; πόσα καὶ πηλίκα of what number and magnitude, Plb.1.2.8 : with Art., ὁ πηλίκος; quantulus? Babr.69.4; τὸ π. magnitude, opp. τὸ ποσόν (quantity), Nicom. Ar.1.2 ;

ὁ χρόνος . . ἐστὶ μῖγμα πηλίκου καὶ ποσοῦ Dam.Pr.371

. Adv. -κως Hdn.Gr.2.925.
II of what age, π. ἦσθ' ὅθ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Xenoph.22.5.
2 indef., of a certain age, Arist.EN1134b11 : [comp] Comp. -ώτερος, f.l. for ἀπηλικέστερος, Aret.SA2.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηλίκος — how great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκος — η, ον, ΜΑ (ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος) 1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον βλ. πηλίκον αρχ. ποιας ηλικίας, πόσων ετών. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • πηλίκα — πηλίκος how great neut nom/voc/acc pl πηλίκᾱ , πηλίκος how great fem nom/voc/acc dual πηλίκᾱ , πηλίκος how great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκαι — πηλίκος how great fem nom/voc pl πηλίκᾱͅ , πηλίκος how great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκον — πηλίκος how great masc acc sg πηλίκος how great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκων — πηλίκος how great fem gen pl πηλίκος how great masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκως — πηλίκος how great adverbial πηλίκος how great masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκαις — πηλίκος how great fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκη — πηλίκος how great fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκην — πηλίκος how great fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκης — πηλίκος how great fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”